Λυρικά

Έξοδος

Τ’ όνειρο και την ελπίδα
στης ζωής την ξυνωρίδα
έζεψες νωρίς-νωρίς,
μα χωρίς να προχωρείς!

Κι απ’ του χρόνου τη λεπίδα
κόπηκαν τα γέμια σου είδα
κι έγινες βαρύς-βαρύς
και στη λάσπη ολιγωρείς!

Σαν μπροστάρης, σαν γκεσέμι
ζέψε το καινούργιο γκέμι
κι απ’ της λάσπης τη χωσιά

σπρώξε, τράβηξε, περπάτα!
Είναι παρακεί μια στράτα,
που κυλά στη δημοσιά!

Μοναξιά

Τη μοναξιά μου απόψε αποζητώ,
να βάλω κάθε σκέψη μου σε τάξη,
γιατί μ’ αυτή συνομιλώ και της ζητώ
τις συμβουλές της κι ό,τι με προστάξει!

Σα μάνα μου, με φίλτρο μητρικό,
με παίρνει αγκαλιά, με δασκαλεύει
κι αν κάπου θα με δει πως δυστοκώ,
μέχρι να καταλάβω μ’ εκπαιδεύει!

Γι αυτό κι εγώ ζητώ τη μοναξιά
κι είμαι μπορώ να πω εκείνης γόνος
και μού ’ρχονται τα πάντα δεξιά.
Μ’ αυτής τη συντροφιά δε νιώθω μόνος!

Ανατολή

Ολοπόρφυρος κρουνός,
αίματος κατεβασιά,
του φωτός ωκεανός
βγήκε στη Μονεμβασιά!

Κι από την ανατολή
βέλος η λαβωματιά
στης θαλάσσης το γυαλί
στραφταλίζει τη φωτιά!

Γλυκοχάραμα

Διπλοκρόντηρα μεγάλα
αχνοχάραμα ξανθό
φως ουράνιο, πρώτη στάλα,
πίνω και γλυκομεθώ!

Από διάσελου διχάλα
ή πελάγου τον αφρό,
ξεπροβάλλεις, φτιάχνω σκάλα
στίχων ν’ αναρριχηθώ!

Ήλιε μου, αναδύσου, δος μου
με το λυκαυγές σου εντός μου
ψυχοβάλσαμο απαλό

και κατόπι δυναμώνεις
καθετί να ξανανιώνεις
και μαζί σου ν’ αγραυλώ!

Γολγοθάς

Στο φως των δύο σου ματιών, Θε μου τι πυροφάνι,
ζαλίστηκα σαν ψάρι, μα τόσο σε βοηθά
να βάλεις στο κεφάλι μου τ’ ακάνθινο στεφάνι,
πριν άρω το μαρτυρικό σταυρό του Γολγοθά!

Όμως, εσύ μη γνοιάζεσαι, θα τ’ αντιμετωπίσω!
Σα μάρτυρας νεότερος το θάνατο ποθώ!
Γιατί μου δάνεισες ζωή και μού την παίρνεις πίσω,
μόνο και μόνο, επειδή θέλεις να…λυτρωθώ!

Μελωδία σιωπής

Ό,τι δε λες, που κρίνεις να μην πεις,
ας μη το πεις και μάθε πως δε σκάω,
αφού στη μελωδία της σιωπής,
τα μάτια σου μιλάνε και γρικάω!

Να ’ναι καρσί σε μένανε ανοιχτά
και να ’χεις μυστικά, σου το αποκλείω!
Γιατί στα δυο σου μάτια φωναχτά
διαβάζω της ζωής σου το βιβλίο!

Το λαγαρό τους φως έχει φωνή!
Αρκεί για μια στιγμή να τα χαζέψω
και σε κρατώ γυμνή και διαφανή,
χωρίς να χρειαστεί να σε μαντέψω!

Με δυο γαλαζοπράσινες ματιές
θαλασσοπόρος γίνομαι και ναύτης,
πόθων ταξιδευτής, όσο φωτιές,
μου συνδαυλίζεις μέσα μου κι ανάφτεις!

Τα μάτια σου! Χωρίς υπερβολές
να κρύψουν κατιτί, ποτέ, λησμόνα,
γιατί μόλις γελάς ή μόλις κλαις,
ασίγαστα μιλάνε από μόνα!

Έτσι, καμιά φορά δε θα συμβεί
ενώ θα μου μιλάς να παρακούσω,
γιατί σε μια ματιά σου ακριβή
διαβάζω, πριν μιλήσεις, τι θ’ ακούσω!