Λυρικά

Παιχνιδίσματα

Μη μού ζητάς το «σ’ αγαπώ» ν’ ακούσεις από μένα!
Ορκίστηκα να μη το πω ποτέ και σε κανένα!
Κι αν επιμένεις να στο πω, τόσο πολύ σε πάω,
μικρό μου, που δε σ’ αγαπώ, αλλά σε…αγαπάω!

Από τα βάθη της καρδιάς, όταν είναι βγαλμένο,
δε λες ποτέ το «σ’ αγαπώ» με το συνηρημένο,
αλλά με τ’ ασυναίρετο να νιώσεις κάτι ακόμα
τον όγκο τον τεράστιο του ρήματος στο…στόμα!

Τραγούδι

Έχεις τον ήλιο στα μαλλιά
τη θάλασσα στα μάτια,
κομμάτια,
που μού ’χουν κάμει την καρδιά!

Έχεις δυο χείλη για φιλιά
κι έχω στο νου μια έννοια
ασθένεια,
να σου τα κλέψω μια βραδιά!

Έχεις νεράιδας το κορμί,
που ’χει ευωδιά του δυόσμου,
δος μου,
αχ! Μιας ελπίδας τη χαρά!

Κι έλα μονάχα μια στιγμή,
την άνοιξη να φέρεις,
το ξέρεις,
με της αγάπης τα φτερά!

Αίγιο

Αργά γλιστρούσε στα νερά για Ρούμελη το φέρρυ
κι αναγερτός αγνάντευα, πλάι στην κουπαστή,
το Αίγιο, το Απολλώνειο, στο χαύνο μεσημέρι
καθώς είχε κατάκορφα ο ήλιος κρεμαστεί!

Τη θεϊκή την ομορφιά καλότυχος αν είδες,
την Παναγιά την Τρυπητή,και δώθε αριστερά
εχάιδευαν τα μάτια μου τις πέτρινες βαθμίδες
κι ανέβαινε το βλέμμα μου μέχρι την αγορά!

Ξοπίσω της απλώνονταν τ’ απέραντο το θάμπος
τα πρασινοπερίβολα, τ’ αμπέλια κι οι ελιές
και κάποιο γκρίζο σύγνεφο ήταν σκυμμένο σάμπως,
να ξεδιψούσε μ’ ίδρωτες ξωμάχων στις δουλειές!

Κόσμημα και μπαλκόνι του θωρώ τα Ψηλαλώνια,
τον πύργο με τις θύμησες καιρών αλλοτινών,
ενώ στο φόντο των βουνών τα λαγγεμένα χιόνια
ξεσπούσανε σε δάκρυα ποτιστικών κρουνών!

Κι όσο το πλοίο μάκραινε, τα χαιρετίσματά της
η πόλη μου ξανάστελνε στ’ ανέμου τα φτερά
και μου ψιθύριζε ο γλυκός μεσημεριάτης μπάτης:
«Προσκυνητή της ομορφιάς να ρθεις κι άλλη φορά!»

Εφήμερο

Χωρίς να πάρω ανασασμό
απ’ τη λεπτή σου μέση
σ’ άρπαξα για το θερισμό
χερόβολο στη δέση!

Τα σώματά μας δυο πανιά
και μπάρκο το λιβάδι
κι ο έρωτας στη θημωνιά
ρίχνει φωτιά και λάδι.

Μα στο ταξίδι μας αυτό
ο πόντος κούνα-κούνα
μας ζάλισε κι ήταν γραφτό
να χάσουμε τη σκούνα.

Τώρα στις χέρσες ερημιές,
ζωή πόσα δεν κρύβεις,
μείναμε δύο καλαμιές
στο δίστρατο της ήβης!

Ευσεβείς πόθοι

Να ’μουν γλυκόλαλο αηδόνι,
να σε τρελαίνω με τις τρίλιες,
ν’ ανοίγεις τζαμωτά και γρίλιες,
να βγαίνεις έξω στο μπαλκόνι!

Ύστερα να ’μουν πεταλούδα
κι αφού πετώντας σε ζαλίσω
χίλια φιλιά να σε φιλήσω,
στα δυο σου χείλη τα βελούδα!

Και τέλος, να ’μουνα σε γλάστρα,
στο μπαλκονάκι σου γαρδένια,
για να με κόψουν, χωρίς έννοια,
τα δυο σου χέρια ξελογιάστρα!

Του καημού

Τι ζητάς μικρό ζουλάπι
να σου πω αν σ’ αγαπώ;
Δε σου δείχνω την αγάπη
με τον τρόπο που σιωπώ;

Όταν βλέπεις σε δυο μάτια
ώριμο, γλυκό, νωπό
και στα χέρια σου πραμάτεια
της αγάπης τον καρπό;

Ξέχασε, λοιπόν, τις λέξεις!
Στο ’χω πει και ξαναπεί!
Μάθε, πριν μ’ αυτές να μπλέξεις,
να διαβάζεις τη…σιωπή!