Ποιήματα

Η ψευτιά

Στην καρδιά είχα μια φίλη,
αλλά μού ’πε μια ψευτιά
κι έγινε μεμιάς ρεζίλι
στη δική μου τη…ματιά!

Απαντοχή

Γρικώ τα βήματα του ονείρου
μέσα στη νύχτια σιγαλιά
σβηστά να χάνονται στ’ απείρου
κάτω τ’ αμέτρητα σκαλιά!

Διαβατικά πουλιά κι οι πόθοι
λες και σηκώνουν στα φτερά
ό,τι στο νου μου πάντα κλώθει
δίχως να φτάνει τη χαρά!

Ονείρατα και πόθοι στείροι,
που δεν τους γνoιάστηκε κανείς
μες στης ζωής το χωνευτήρι
σβήνουν και χάνονται νωρίς!

Kι ολάρμενη κρυφή μου ελπίδα
μου ταξιδεύει την ψυχή
σ’ όλους τους κόσμους, που τους είδα
να ζουν με την απαντοχή!

Ο άγγελος

Όταν με πρωτοκοίταξες κι εγώ σα σε πρωτόδα
κάπως αλλιώς ανθίσανε της άνοιξης τα ρόδα,
κάποιαν αλλιώτικη ευωδιά σκορπίσανε τριγύρω
λες και ξεχύθηκε στη γη του παραδείσου μύρο!

Όταν μου χαμογέλασε το δίκλωνο κοράλλι
ο νους μου γλυκομέθυσε και μέθυσε και πάλι,
γιατί τα πορφυρένια σου εκείνα τα κλωνάρια
εκρύβανε στο βάθος τους λευκά μαργαριτάρια!

Όταν τα κρινοδάχτυλα λύσανε τα μαλλιά σου
σαν καταρράχτης κύλησαν πάνω στην τραχηλιά σου
κι απόμεινα χωρίς μιλιά κι είμαι βουβός ακόμα,
που θώρησα τον άγγελο πάνω στης γης το χώμα!

Κι όπως βουβός εθαύμαζα τη θεϊκή μορφή σου
παρακαλούσα το φρουρό τ’ αγγελοπαραδείσου
να μη σ’ ανοίξει και διαβείς τις πύλες του και χάσω
την ομορφιά της ομορφιάς, προτού να τη χορτάσω!

Προσευχή

Ασκητικός καλόγερος μετρά στο κομποσχοίνι
μες στα λεπτά του δάχτυλα στα γόνατα ριχτός
τα λόγια κρύφιας προσευχής ενώ τον περιχύνει
παράξενα τρεμουλιαστό του καντηλιού το φως!

Αργά δακρύζουν τα κεριά στο μπρούτζινο μανάλι
κι όπως αντιφεγγίζουνε στον όρθρο το βαθύ
πάνω στα μαύρα ράσα του και τα’ άσπρο του κεφάλι
του δίνουν μιαν απόκοσμη, μια θεϊκή μορφή!

Με τ’ άγια μάτια του στηλά προς την Ωραία Πύλη,
διαβαίνει λες απόμακρος, σε κόσμους αλλουνούς
κι η προσευχή σιγαληνά, που λεν τα δυο του χείλη
τον αίρει από τα γόνατα ψηλά στους ουρανούς!

Φλόγα και στάχτη

Στα πλούσια μαλλιά σου ο αγέρας
του μπάτη την ανάσα του φυσά.
Στης πλάτης σου τον ίσκιο τα μισά
και τα μισά τα λούζει φως ημέρας!

Καθώς τα δάχτυλά σου κάνεις χτένα
περνώντας τα στα ξέπλεκα μαλλιά,
τα δυο σου στήθη μοιάζουν με πουλιά
έτοιμα να πετάξουνε σε μένα!

Με της καρδιάς σε πότισα τα λόγια,
κι ανοίξανε μπουμπούκια στα κλειστά
τα χείλια σου, χαμόγελα ζεστά,
που βγήκαν από πίνακα του Γκόγια!

Xάθηκα στων μαλλιών τον καταρράχτη
κι από την ομορφιά σου ξεψυχώ…
Με πόρθησες σαν την Ιεριχώ
κι απόμεινα στη φλόγα σου η στάχτη!

Ο χιονοπόλεμος

Οι κρύσταλλοι κρεμόνταν στις ρουνιές,
θαρρώ πως ήταν μέσα του Φλεβάρη,
που μού ’πες παιχνιδιάρικα με χάρη:
«Μαζί μου βγες να παίξουμε χιονιές!»

Δρασκέλισα την πόρτα μου κι εγώ
και τίναξες το χέρι σου σφενδόνη
και μού ’ρθε κατακέφαλα το χιόνι
σε μέγεθος περίπου σαν…αυγό!

Χοντρή χιονιά με χέρι στιβαρό
σου γύρισα και με τρελή πορεία
ο σβόλος σου χαλά τη συμμετρία…
Στον κόρφο σου… τρία βυζιά μετρώ!!

Καθώς αναριγάς στην παγωνιά
τρύπωσα δίχως άργητα να βγάλω
το σβόλο του χιονιού κι άδραξα..τ’ άλλο!
Ευλογημένη ας είναι η χιονιά!