Ποιήματα

Γλυκοχάραμα

Διπλοκρόντηρα μεγάλα
αχνοχάραμα ξανθό
φως ουράνιο, πρώτη στάλα,
πίνω και γλυκομεθώ!

Από διάσελου διχάλα
ή πελάγου τον αφρό,
ξεπροβάλλεις, φτιάχνω σκάλα
στίχων ν’ αναρριχηθώ!

Ήλιε μου, αναδύσου, δος μου
με το λυκαυγές σου εντός μου
ψυχοβάλσαμο απαλό

και κατόπι δυναμώνεις
καθετί να ξανανιώνεις
και μαζί σου ν’ αγραυλώ!

Γολγοθάς

Στο φως των δύο σου ματιών, Θε μου τι πυροφάνι,
ζαλίστηκα σαν ψάρι, μα τόσο σε βοηθά
να βάλεις στο κεφάλι μου τ’ ακάνθινο στεφάνι,
πριν άρω το μαρτυρικό σταυρό του Γολγοθά!

Όμως, εσύ μη γνοιάζεσαι, θα τ’ αντιμετωπίσω!
Σα μάρτυρας νεότερος το θάνατο ποθώ!
Γιατί μου δάνεισες ζωή και μού την παίρνεις πίσω,
μόνο και μόνο, επειδή θέλεις να…λυτρωθώ!

Μελωδία σιωπής

Ό,τι δε λες, που κρίνεις να μην πεις,
ας μη το πεις και μάθε πως δε σκάω,
αφού στη μελωδία της σιωπής,
τα μάτια σου μιλάνε και γρικάω!

Να ’ναι καρσί σε μένανε ανοιχτά
και να ’χεις μυστικά, σου το αποκλείω!
Γιατί στα δυο σου μάτια φωναχτά
διαβάζω της ζωής σου το βιβλίο!

Το λαγαρό τους φως έχει φωνή!
Αρκεί για μια στιγμή να τα χαζέψω
και σε κρατώ γυμνή και διαφανή,
χωρίς να χρειαστεί να σε μαντέψω!

Με δυο γαλαζοπράσινες ματιές
θαλασσοπόρος γίνομαι και ναύτης,
πόθων ταξιδευτής, όσο φωτιές,
μου συνδαυλίζεις μέσα μου κι ανάφτεις!

Τα μάτια σου! Χωρίς υπερβολές
να κρύψουν κατιτί, ποτέ, λησμόνα,
γιατί μόλις γελάς ή μόλις κλαις,
ασίγαστα μιλάνε από μόνα!

Έτσι, καμιά φορά δε θα συμβεί
ενώ θα μου μιλάς να παρακούσω,
γιατί σε μια ματιά σου ακριβή
διαβάζω, πριν μιλήσεις, τι θ’ ακούσω!

Παιχνιδίσματα

Μη μού ζητάς το «σ’ αγαπώ» ν’ ακούσεις από μένα!
Ορκίστηκα να μη το πω ποτέ και σε κανένα!
Κι αν επιμένεις να στο πω, τόσο πολύ σε πάω,
μικρό μου, που δε σ’ αγαπώ, αλλά σε…αγαπάω!

Από τα βάθη της καρδιάς, όταν είναι βγαλμένο,
δε λες ποτέ το «σ’ αγαπώ» με το συνηρημένο,
αλλά με τ’ ασυναίρετο να νιώσεις κάτι ακόμα
τον όγκο τον τεράστιο του ρήματος στο…στόμα!

Τραγούδι

Έχεις τον ήλιο στα μαλλιά
τη θάλασσα στα μάτια,
κομμάτια,
που μού ’χουν κάμει την καρδιά!

Έχεις δυο χείλη για φιλιά
κι έχω στο νου μια έννοια
ασθένεια,
να σου τα κλέψω μια βραδιά!

Έχεις νεράιδας το κορμί,
που ’χει ευωδιά του δυόσμου,
δος μου,
αχ! Μιας ελπίδας τη χαρά!

Κι έλα μονάχα μια στιγμή,
την άνοιξη να φέρεις,
το ξέρεις,
με της αγάπης τα φτερά!

Αίγιο

Αργά γλιστρούσε στα νερά για Ρούμελη το φέρρυ
κι αναγερτός αγνάντευα, πλάι στην κουπαστή,
το Αίγιο, το Απολλώνειο, στο χαύνο μεσημέρι
καθώς είχε κατάκορφα ο ήλιος κρεμαστεί!

Τη θεϊκή την ομορφιά καλότυχος αν είδες,
την Παναγιά την Τρυπητή,και δώθε αριστερά
εχάιδευαν τα μάτια μου τις πέτρινες βαθμίδες
κι ανέβαινε το βλέμμα μου μέχρι την αγορά!

Ξοπίσω της απλώνονταν τ’ απέραντο το θάμπος
τα πρασινοπερίβολα, τ’ αμπέλια κι οι ελιές
και κάποιο γκρίζο σύγνεφο ήταν σκυμμένο σάμπως,
να ξεδιψούσε μ’ ίδρωτες ξωμάχων στις δουλειές!

Κόσμημα και μπαλκόνι του θωρώ τα Ψηλαλώνια,
τον πύργο με τις θύμησες καιρών αλλοτινών,
ενώ στο φόντο των βουνών τα λαγγεμένα χιόνια
ξεσπούσανε σε δάκρυα ποτιστικών κρουνών!

Κι όσο το πλοίο μάκραινε, τα χαιρετίσματά της
η πόλη μου ξανάστελνε στ’ ανέμου τα φτερά
και μου ψιθύριζε ο γλυκός μεσημεριάτης μπάτης:
«Προσκυνητή της ομορφιάς να ρθεις κι άλλη φορά!»