Λυρικά

Βραδινή βόλτα

Να περπατώ στο πλάι σου μ’ αρέσει,
με το δεξί μου χέρι περασμένο,
γύρω- τριγύρω στη λεπτή σου μέση
και συ με το κεφάλι σου γερμένο,

σε μένανε, να νιώθεις μες στο δρόμο
το χέρι πως σηκώνω κι απιθώνω,
ψηλότερα στο δεξιό σου ώμο,
γιατί στη βόλτα πλάι σου…ψηλώνω!

Περιπλάνηση

Το μυαλό μου φορτωμένο καραβάνι
στης ζωής μου τις ερήμους ταξιδεύει
σκεπασμένο με τη σκόνη και τη χλεύη
ενός κόσμου θλιβερού και πεχλιβάνη!

Με τη σκέψη στις πηγές του Ιορδάνη
διψασμένο προχωράει για ν’ ανέβει
τους αμμόλοφους της πίκρας κι αγναντεύει
των οάσεων να βρει το συντριβάνι!

Τα γεράκια των ερήμων πριν με φάνε
κι αν τα σύδεντρα του νου με ξεγελάνε
καθρεφτίζω στη ματιά μου τις οάσεις!

Κι αν το πύρωμα της άμμου σαν τη βάτο
κατακαίει το κάθε βήμα μου πιο κάτω
της δροσιάς πηγές θα βρω να ξεδιψάσεις!

Απαντοχή

Γρικώ τα βήματα του ονείρου
μέσα στη νύχτια σιγαλιά
σβηστά να χάνονται στ’ απείρου
κάτω τ’ αμέτρητα σκαλιά!

Διαβατικά πουλιά κι οι πόθοι
λες και σηκώνουν στα φτερά
ό,τι στο νου μου πάντα κλώθει
δίχως να φτάνει τη χαρά!

Ονείρατα και πόθοι στείροι,
που δεν τους γνoιάστηκε κανείς
μες στης ζωής το χωνευτήρι
σβήνουν και χάνονται νωρίς!

Kι ολάρμενη κρυφή μου ελπίδα
μου ταξιδεύει την ψυχή
σ’ όλους τους κόσμους, που τους είδα
να ζουν με την απαντοχή!

Ο άγγελος

Όταν με πρωτοκοίταξες κι εγώ σα σε πρωτόδα
κάπως αλλιώς ανθίσανε της άνοιξης τα ρόδα,
κάποιαν αλλιώτικη ευωδιά σκορπίσανε τριγύρω
λες και ξεχύθηκε στη γη του παραδείσου μύρο!

Όταν μου χαμογέλασε το δίκλωνο κοράλλι
ο νους μου γλυκομέθυσε και μέθυσε και πάλι,
γιατί τα πορφυρένια σου εκείνα τα κλωνάρια
εκρύβανε στο βάθος τους λευκά μαργαριτάρια!

Όταν τα κρινοδάχτυλα λύσανε τα μαλλιά σου
σαν καταρράχτης κύλησαν πάνω στην τραχηλιά σου
κι απόμεινα χωρίς μιλιά κι είμαι βουβός ακόμα,
που θώρησα τον άγγελο πάνω στης γης το χώμα!

Κι όπως βουβός εθαύμαζα τη θεϊκή μορφή σου
παρακαλούσα το φρουρό τ’ αγγελοπαραδείσου
να μη σ’ ανοίξει και διαβείς τις πύλες του και χάσω
την ομορφιά της ομορφιάς, προτού να τη χορτάσω!

Προσευχή

Ασκητικός καλόγερος μετρά στο κομποσχοίνι
μες στα λεπτά του δάχτυλα στα γόνατα ριχτός
τα λόγια κρύφιας προσευχής ενώ τον περιχύνει
παράξενα τρεμουλιαστό του καντηλιού το φως!

Αργά δακρύζουν τα κεριά στο μπρούτζινο μανάλι
κι όπως αντιφεγγίζουνε στον όρθρο το βαθύ
πάνω στα μαύρα ράσα του και τα’ άσπρο του κεφάλι
του δίνουν μιαν απόκοσμη, μια θεϊκή μορφή!

Με τ’ άγια μάτια του στηλά προς την Ωραία Πύλη,
διαβαίνει λες απόμακρος, σε κόσμους αλλουνούς
κι η προσευχή σιγαληνά, που λεν τα δυο του χείλη
τον αίρει από τα γόνατα ψηλά στους ουρανούς!

Φλόγα και στάχτη

Στα πλούσια μαλλιά σου ο αγέρας
του μπάτη την ανάσα του φυσά.
Στης πλάτης σου τον ίσκιο τα μισά
και τα μισά τα λούζει φως ημέρας!

Καθώς τα δάχτυλά σου κάνεις χτένα
περνώντας τα στα ξέπλεκα μαλλιά,
τα δυο σου στήθη μοιάζουν με πουλιά
έτοιμα να πετάξουνε σε μένα!

Με της καρδιάς σε πότισα τα λόγια,
κι ανοίξανε μπουμπούκια στα κλειστά
τα χείλια σου, χαμόγελα ζεστά,
που βγήκαν από πίνακα του Γκόγια!

Xάθηκα στων μαλλιών τον καταρράχτη
κι από την ομορφιά σου ξεψυχώ…
Με πόρθησες σαν την Ιεριχώ
κι απόμεινα στη φλόγα σου η στάχτη!