Ποιήματα

Ευσεβείς πόθοι

Να ’μουν γλυκόλαλο αηδόνι,
να σε τρελαίνω με τις τρίλιες,
ν’ ανοίγεις τζαμωτά και γρίλιες,
να βγαίνεις έξω στο μπαλκόνι!

Ύστερα να ’μουν πεταλούδα
κι αφού πετώντας σε ζαλίσω
χίλια φιλιά να σε φιλήσω,
στα δυο σου χείλη τα βελούδα!

Και τέλος, να ’μουνα σε γλάστρα,
στο μπαλκονάκι σου γαρδένια,
για να με κόψουν, χωρίς έννοια,
τα δυο σου χέρια ξελογιάστρα!

Γεροντοέρως

Λαύρος γέρο-διπλωμάτης,
διάβολος να τόνε πάρει,
της εβδόμης παραβάτης
χήρα πρεσβευτού κορτάρει.

Είναι στα εξήνταεφτά της
μα στο λαύρο παλικάρι
ανασκώνει τον ταφτά της
και χυμάει το λιοντάρι!

Αν σε βρει τοξότης έρως
τι θα πει αν είσαι γέρος
και του κόσμου…μόμολο.

Σ’ όποια σφαλισμένη θύρα
έχεις για κλειδί την πείρα
και τη γλώσσα…πόμολο!

Η μπάντα

Στη μουδιασμένη Κυριακή
της μπάντας κλαίει η μουσική
στου δήμου μας το κιόσκι.

Τραπέζια γύρω με ποτά,
κοσμάκης που χαζοκοιτά,
μ’ αλλού ο νους του βόσκει!

Λες κι άγιασε απ’ τη συμφορά
κι αγκαθοστέφανο φορά
στης σχόλης το τραπέζι,

βρίσκει το μέσα του κενό
πλατύτερο απ’ τον ουρανό
σ’ ό,τι η μπάντα παίζει!

Στην ίδια πάντοτε μεριά
ψάχνει την αλλαξοκαιριά,
όσα θυμάμαι χρόνια,

γι αυτό και κλαίει η μουσική
της μπάντας κάθε Κυριακή
για πέντε-δέκα… ψώνια!

Των Φώτων

Κατά την γιορτή των Φώτων
στο λιμάνι μας το πρώτον
έγινε αγιασμός υδάτων
και των αστικών…λυμάτων!

Οιονεί παρών

Βρήκα τη σπίθα! Φύσα τη να βάλουμε φωτιά!
Μαζί να κατακάψουμε, όπου υπάρχει τ’ άδικο.
Αλλιώς μοιραίοι με σκυφτή και μέση και ματιά
θα ζούμε χατζηαβάτηδες με το μυαλό ραγιάδικο!

Κούφος συνάμα και κουφός και οιονεί παρών,
άχρηστε, σε κορόιδεψαν οι μάπες και τα μπρόκολα
κι άχνα ποτέ δεν έβγαλες κι οι στάχτες των καιρών
πνίξαν πασπάλη τα μυαλά και πάμε τα… πισώκωλα!

Ο…φταίχτης

Παραδέχτηκε η κυρά μου, η Ζαχάρω πως τα φταίει
και δεν πίστευα στ’ αυτιά μου, που άκουσα να μου το λέει!
Και συνέχισε κατόπιν, όπως ακριβώς το λέω:
«Μα να ξέρεις συ ’σαι ο φταίχτης, που εγώ τώρα τα…φταίω!»