Λυρικά

Ο κεραυνός

Ήμουν βουνίσιος έλατος, βιγλάτορας σωστός!
Των οριζόντων τις γραμμές απ’ τ’ ουρανού το θόλο
βίγλιζα με το βλέμμα μου και σαν χρυσαετός
έβλεπα το τι γίνεται στον κόσμο σχεδόν όλο!

Όμως, εσύ, κάποια βραδιά σαν τον Αγαρηνό
έπεσες καταπάνω μου μέχρι να μ’ αφανίσεις
και στη φωτιά της κόλασης μ’ ένα σου κεραυνό
μ’ άφησες μαύρο κούτσουρο για να με τυραννήσεις!!

Του δειλινού

Πάρε τ’ αυγινού την πρώτη αχτίνα
κάμε την ολόχρυση κλωστή,
της αγάπης πίνακα ξεκίνα
να μου δείχνεις όταν χρειαστεί!

Και σαν προχωρήσει μεσημέρι
πάρε το γαλάζιο τ’ ουρανού,
κέντησέ το στ’ απαλό σου χέρι
πιότερο πιστό τ’ αληθινού!

Κάθε χρώμα όταν ιριδίσεις
πάνω στης ζωής μας τον καμβά,
βάλε και τα βύσσινα της δύσης
με τα δυο σου χέρια τ’ ακριβά!

Τέλος, στο περίγραμμα το γκρίζο
σα θα βάζεις κρύες βελονιές
πλάι σου θα γέρνω να κερδίζω
ήλιους απ’ τις πρώτες μας χρονιές!!

Της κουταλιάς

Το φιλί της το κεράσι
ζήτησα να με κεράσει
και μου λέει: «Δε στο δίνω!»
Κι όμως μου προσφέρει πρώτο,
σοροπαρισμένο φίνο,
το φιλί το… περγαμότο!

Αντιπροσφοράς ρεγάλο
τι μου ήρθε να της βάλω
το φιλί…μελιτζανάκι!
Αλλά κει που την τρατάρω
ξερογλείφτηκε λιγάκι
και μου ζήτησε…κουμπάρο!

Τι σερμπέτι! Τι σιρόπι!
Εκολλήσαμε οι ανθρώποι
στο…φιλί το μελωμένο…
Ω! Ψυχή μου στα Πατήσια!
Ίσα – ίσα προλαβαίνω
τον κουμπάρο για…βαφτίσια!!

Ανατολή

Ολοπόρφυρος κρουνός,
αίματος κατεβασιά,
του φωτός ωκεανός
βγήκε στη Μονεμβασιά!

Κι από την ανατολή
βέλος η λαβωματιά
στης θαλάσσης το γυαλί
στραφταλίζει τη φωτιά!!

Δον Κιχώτης

Όσο δεν αγρικάς, ό,τι σου κρένω,
να φέρουμε την κοσμοαλλαξιά,
σφίγγω τις απαλάμες και μικραίνω
το πέλαγος από τη μοναξιά!

Κι ενώ κωφεύεις, λες η εξοχότης
των στίχων μου στο δίσεκτο παρόν,
αδιόρθωτος πως μένει Δον Κιχώτης,
αντίμαχος ανύπαρκτων εχθρών!

Σε ποια νιρβάνα ζεις; Απ’ τα στραπάτσα,
αναίσθητε, δε νιώθεις στο λαιμό
ο κόμπος να σε πνίγει; Σάντσο Πάντσα,
που αφήκες μοναχός να πολεμώ;

Κι αν κονταροχτυπώ ανεμομύλους
χωρίς να μπω στα κάστρα πορθητής,
το έλλειμμα για σχέσεις φιλαλλήλους,
ευθύνεται, ποτές ο σαλπιγκτής!

Απ’ όλες τις πλευρές κι όλες τις πάντες
εχθρός προ των πυλών. Μην αμελείς
ήρωας ν’ ανανήψεις του Θερβάντες,
τα δίκια σου να μην απεμπολείς!!

Νεανικό

Δυο στάμνες εικοσάχρονο κρασί
τα μάτια σου, μεθούν όποιον κοιτάζουν,
αλλά για μένα γίνηκαν πυρσοί,
που σύγκορμο με καιν όθε μ’ αρπάζουν!

Οι δίγλωσσες φωτιές με κάψαν δω,
με κάψαν κι από ’κει σα να ’χες άχτι,
που λήκυθο δεν πήρες, τη σποδό
να βάλεις και σκορπίστηκεν η στάχτη!

Με τις φωτιές αν παίζεις θα καείς,
γιατί έμαθες φωτιές μόνο ν’ ανάβεις
χωρίς ποτέ σου πόθους διακαείς
σε θώρι σερνικού να μεταλάβεις!

Μα τότε που θα καίγεσαι, μαθές
ανήμπορος θε να ’μια να σε σβήσω,
γιατί στις σκόρπιες στάχτες μου πώς θες
σα σπίθα ζωντανή να σε κρατήσω;