Ποιήματα

Ο…Λούκουλλος

Για πρόγευμα μου σέρβιραν ελπίδα
και μ’ άδειο το στομάχι και το πνεύμα
ξανά το μεσημέρι, όπως είδα,
ίδιο μενού μου φέρανε για γεύμα!

Βράδιασε πια κι από την ίδια βρώση
μου στρώσανε την τράπεζα για δείπνο
και γω σαν τον πεινάλα, πριν κρυώσει,
έφαγα και την έπεσα για…ύπνο!..

Και λέει, πως είδα όνειρο, στη θράκα
μία μπριζόλα χοιρινή, μεγάλη
κι οι σιελογόνοι αδένες τάκα-τάκα
με τις σιαγώνες άρχισαν το…ράλι!

Τινάζω τις κουβέρτες, κι ω δαιμόνοι!,
εκεί όπου μασάω, τρισαλί μου,
κρατώ στο μέτωπό μου σα…λεμόνι
καρούμπαλο στην ξεροκεφαλή μου!!

Για να σας πω πού χτύπησα δεν ξέρω,
στο μάρμαρο μπορεί, στο κομοδίνο,
μα δε με νοιάζει και ας υποφέρω,
που έστω στον ύπνο μου έζησα εν κινδύνω!

Κι άρχισε τότε μέσα μου η διαμάχη
πως μ’ αγαθά της ύλης είχα θρέψει
μονάχα του σαρκίου το στομάχι
ξεχνώντας και του πνεύματος τη θρέψη!..

Όνειρο από τότε δεν ξανάδα
και πίνοντας του πνεύματος τα νάματα
πέταξα των ονείρων την μπουγάδα
φορώντας το κουστούμι με τα οράματα!

Σίσυφοι

Όσο κι αν λεν σ’ αυτή τη συγκυρία
ότι ματαίως προσπαθούμε όλοι εμείς,
τόσο εγώ το βρίσκω ευκαιρία
να φτιάξουμε, σα Σίσυφοι, τους…μυς!

Βραβεία

Δεν μπορώ να καταλάβω τη μανία
να τιμώνται (το σκεφτήκαμε νηφάλια;)
κατά κόρον πεθαμένων τα κρανία
και λιγότερο των ζώντων τα κεφάλια!

Άμοιρος λαός

Οι νόμοι μαγειρεύονται με τη γλωσσοκοπάνα
και στης βουλής ψηφίζονται κατόπιν το ναό.
Μα, σαν πατήσουν υπουργοί των νόμων την τσουγκράνα,
πάει το στειλιάρι και χτυπά τον άμοιρο… λαό!

Επικερδής μοναξιά

Οσάκις να μιλήσω στους ανθρώπους,
απέφυγα με αλάνθαστο κριτήριο,
αμέσως με χιλιάδες άλλους τρόπους
πλήθυνα το εντός μου ακροατήριο!

Γυναίκα!

Μια πραγματική γυναίκα εκατό τοις εκατό
είναι αυτή που καταφέρνει να σου φτιάξει φαγητό
απ’ το τίποτα στο σπίτι, να σου φεύγει το τσερβέλο
και ν’ αλλάζει την καρό της την ομπρέλα σε καπέλο
και με σφαλισμένη πόρτα, πίσω με το μάνδαλο,
ενώ συ κοιμάσαι τ’ όρνιο, να σου φτιάχνει… σκάνδαλο!!